- ἰαίνετο
- ἰ̱αίνετο , ἰαίνωheatimperf ind mp 3rd sgἰαίνωheatimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιαίνω — (Α ἰαίνω) θεραπεύω, γιατρεύω αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ ὕδωρ», Ομ. Οδ. β. «ἰαίνετο δ ὕδωρ», Ομ. Οδ.) 2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.) 3. ευφραίνω … Dictionary of Greek
ἰαίνετ' — ἰ̱αίνετο , ἰαίνω heat imperf ind mp 3rd sg ἰ̱αίνετε , ἰαίνω heat imperf ind act 2nd pl ἰαίνετε , ἰαίνω heat pres imperat act 2nd pl ἰαίνετε , ἰαίνω heat pres ind act 2nd pl ἰαίνεται , ἰαίνω heat pres ind mp 3rd sg ἰαίνετο , ἰαίνω heat imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)